- ζαγάρι
- τό1) охотничья собака; 2) перен. ничтожество; негодяй, подлец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαγάρι — το ιού (λ. αραβ.) 1. κυνηγετικό σκυλί. 2. βρισιά για τον χωρίς υπόληψη άνθρωπο, τον αλήτη: Αυτό το ζαγάρι δε θα το αφήσω να μπει στο σπίτι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαγάρι — το (Μ ζαγάριον και ζαγάριν) κυνηγετικό σκυλί νεοελλ. 1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής 2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζαγάρ ιον < αραβ. sakar] … Dictionary of Greek
ζαγαρογυρευτής — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + γυρευτής] … Dictionary of Greek
ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] … Dictionary of Greek
ζαγαρόσκυλος — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + σκύλος] … Dictionary of Greek
κοπροζάγαρος — κοπροζάγαρος, ὁ (Μ) κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. αρος, πρβλ. παίδ αρος, σκύλ αρος)] … Dictionary of Greek
παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] … Dictionary of Greek